KAPOPOULOS FINE ART
Follow us

Search

GIANNIS TSAROUCHIS

Artist

Ζωγράφος, σκηνογράφος, Πειραιάς, 1910 – Αθήνα, 1989

Υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα, ανοιχτός στη γνώση, απ’ όπου και αν αυτή προερχόταν. Κοσμοπολίτης και ελληνολάτρης, μοντέρνος και παραδοσιακός, ουμανιστής και χριστιανός, ρεαλιστής και ιδεαλιστής, καλλιτέχνης και διανοούμενος, πολυμα-8ής γνώστης των αρχών που διέπουν την ιστορία, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Είχε έντονη διδακτική συνείδηση, η οποία και μορφοποιήθηκε μέσα από το καλλιτεχνικό και συγγραφικό του έργο. Γλυκύς και είρων για τα άτοπα της φυλής μας και για τον εαυτό του, λιτός και αισθησιακός, συντηρητικός και επαναστάτης, είχε ευρεία κοινωνική συνείδηση, που τον έκανε να αποστασιοποιείται από το ρόλο του καλλιτέχνη. Αποτέλεσε ένα από τα πλέον δημιουργικά μέλη της Γενιάς του ’30, η οποία, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναζητώντας τα στοιχεία που θα συγκροτούσαν τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, παράλληλα με την αποκατάσταση των χαμένων πηγών της νεοελληνικής παράδοσης, θεώρησε απαραίτητη τη διερεύνηση του κυρίαρχου τότε δυτικού μοντέρνου πολιτισμού, με σκοπό τη συνειδητή και δημιουργική του ένταξη στη διαμορφούμενη νεοελληνική πραγματικότητα. Το διπλό αυτό νήμα κοσμοπολιτισμού και παράδοσης διαπερνά και χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του, που διαμορφώνεται από μία εκλεκτική σύνθεση στοιχείων ελληνικών και ευρωπαϊκών, παραδοσιακών και μοντέρνων, υφασμένων γύρω από μιαν αντρική, κυρίως, λαϊκή ανθρωπότητα, η οποία διασχίζει το ζωγραφικό χθρο και τον ιστορικό χρόνο μέσα από διάφορους τρόπους αναπαράστασης. Σπουδάζει στην ΑΣΚΤ, όπου συγκρατεί το «αυστηρό σαν σουηδική γυμναστική» μάθημα του Κ. Παρθένη που, ενώ μιλά για τον P. Cezanne, τον βοηθάει αργότερα στο πλησίασμα της Αναγέννησης. Παράλληλα μαθητεύει για τέσσερα χρόνια στο εργαστήριο του Φ. Κόντογλου, όπου «κάλφας και καλογεροπαίδι» μυείται στα μυστικά της βυζαντινής και λαϊκής παράδοσης, εικαστικής, μουσικής και πολιτιστικής. Πλησίασε επίσης το μοντερνισμό και την παράδοση μέσω του Δ. Πικιώνη, καθώς και άλλων εξωσχολικών δασκάλων και φίλων, όπως η Ε. Σικελιανού, η Α. Χατζημιχάλη, ο Δ. Διαμαντόπουλος και ο Σ. Σπαθάρης, από τον οποίο διδάχτηκε και την τεχνική της ψαρόκολλας. Μετά ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου στο Λούβρο ανακαλύπτει την Πομπηία και τα Φαγιούμ, και στη συλλογή του Ε. Teriade το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο.

Ενώ θαυμάζει και θέλει να ζωγραφίσει σαν τον G. Courbet και τον Τ. Gericault -τους μεγάλους του 19ου αιώνα, όπως τους αποκαλεί-, υπακούοντας στο κέλευσμα της εποχής «το μοντέρνο μέσα από την παράδοση», στρέφεται προς τον Η. Matisse, ιδωμένο μέσα από την τέχνη του Καραγκιόζη. Και αυτό, γιατί Matisse και Καραγκιόζης έχουν ως κοινές ανατολίτικες ρίζες -κυρίως περσικές- την αραβουργηματική γραμμή που περικλείει φιγούρες με καθαρά και λαμπερά χρώματα, την τρισδιάστατη ερμηνεία του χώρου και την έλλειψη όγκου στις φιγούρες. Επιπλέον ο Matisse τού παρείχε ένα σύγχρονο μοντέλο απόδοσης της ανθρώπινης φιγούρας με τρόπο χρωματικό και εκφραστικό, στοιχεία που τον ενδιέφεραν απόλυτα. Έτσι, τα έργα της πρώτης περιόδου του (1935-1950) είναι επηρεασμένα από το Matisse και τον Καραγκιόζη, αλλά υπάρχουν επίσης επιρροές από το Θεόφιλο, τα Φαγιούμ, καθώς και στοιχεία από την κλασική και τη βυζαντινή τέχνη. Η πρώτη του έκθεση (1938) στο κατάστημα Αλεξόπουλου, που το μετέτρεψε σε γκαλερί, επαινέθηκε για τη μετουσίωση του λαϊκού, το οποίο αισθάνεται και δεν αντιγράφει, φέρνοντας το πλησιέστερα προς πολιτισμένες φωνές (Σ. Δούκας), ενώ κατηγορήθηκε για λαϊκισμό (Ζ. Παπαντωνίου), άτεχνη τεχνική (Η. Ζιώγας) και άσεμνα θέματα. Οι «παλιάνθρωποι» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) του Τσαρούχη είναι λαϊκοί αντρικοί τύποι -ναύτες, στρατιώτες, ποδοσφαιριστές- ντυμένοι ή γυμνοί, ολόσωμοι ή καθισμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο με ελάχιστα επεισόδια, μία καρέκλα, ένα τραπέζι ή έναν καθρέφτη και σε πόζες που έπαιρναν στα φωτογραφεία, δίπλα σε μιαν ανθοστήλη και μπρος από μονόχρωμο φόντο. Η πρόθεση του να «εξυψώσει» τη λαϊκή αυτή ανθρωπότητα επιτυγχάνεται τόσο εκφραστικά, μέσα από το δεδομένο τρόπο αναπαράστασης, όσο και συνειρμικά, δίνοντας π.χ. στο μοντέλο τη στάση ενός κλασικού γλυπτού της Ολυμπίας, αλλά και μέσα από το αλληγορικό περιεχόμενο που τους δίνει, ζωγραφίζοντας τους ως έρωτες και αργότερα ως θεούς και ημίθεους κατά το πρότυπο της αρχαίας παράδοσης. Η γυναικεία παρουσία είναι περιορισμένη σε όλο το ζωγραφικό έργο του -που δείχνει την προτίμηση του στο αντρικό φύλο- και αναπαριστά χωρικές με λαϊκές ενδυμασίες της Αττικής, της Ελευσίνας, της Αταλάντης κ.λπ., είτε τύπους γυναικών που φανερώνουν τον κοινωνικό τους ρόλο ως σύζυγοι, χήρες, μοιρολογίστρες ή αρραβωνιαστικιές -ποτέ όμως ως θελκτικές ερωμένες- και τέλος πορτρέτα φίλων, που αργότερα γίνονται και κατά παραγγελία. Κάποια μικρά έργα -υδροχρώματα της περιόδου 1940-1949- είναι μοναδικά για τις πολυπρόσωπες συνθέσεις και την αφηγηματική διάθεση [Μνημόσυνο, Σύλληψη από την αστυνομία, Σταύρωση, Ερως και θάνατος), ενώ συγχρόνως εμφανίζονται ορισμένα έργα (αντρικά γυμνά) με έντονο αισθησιακό χαρακτήρα και ομοφυλοφιλική χροιά. Τα χρόνια 1950-1966 αποτελούν μια ενδιάμεση περίοδο του έργου του, διότι προοδευτικά η έμφαση της αναπαράστασης μετατοπίζεται από το χρωματικό στο τονικό σχέδιο. Σε αυτήν ανήκουν μερικά από τα ωραιότερα έργα του, όπως ο Ναύτης με χειμερινή στολή σε ροζ φόντο και η Ιεχασμένη φρουρά. Τότε εμφανίζονται για πρώτη φορά τα νεοκλασικά κτίσματα, σπίτια και καφενεία (Νέον, Παρθενών, Μαυροκεφόλου), που τον ενδιέφεραν αφενός ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του και της νεοελληνικής παράδοσης, που άρχιζε τότε να κατεδαφίζεται από τους εργολάβους πολυκατοικιών, και αφετέρου ως ζωγραφικό πρόβλημα μετάβασης από τη ζωγραφική του μοντέλου σε κλειστό χώρο, στη ζωγραφική στο ύπαιθρο κάτω από τον καυτό ήλιο. Ένα θέμα που αφθονεί την περίοδο (1950-1966) είναι οι Χωρικές της Αταλάντης και οι Νεκρές φύσεις με λουλούδια σε βάζα, σε μονόχρωμο φόντο και δίπλα σε ένα ποτήρι νερό ή μια ναυτική ζώνη. Τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά στη ζωγραφική του το τοπίο, άλλοτε ρεαλιστικό [Άρειος Πάγος, Κούλουμα στο λόφο των Νυμφών) και άλλοτε φανταστικό, όπως μια σειρά από 25 μικρά έργα που συνθέτουν τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις του από το Φάληρο.

Την τελευταία περίοδο (1966-1980), που συμπίπτει με τη διαμονή του στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το πραξικόπημα της Χούντας (1967), τα έργα του απομακρύνονται από το «πετυχημένο» στυλ του, υφίστανται μια ριζική αλλαγή και επηρεάζονται κυρίως από τη ζωγραφική του μπαρόκ του 17ου αιώνα, και ειδικότερα από τον Caravaggio, τον Poussin και το Vermeer, ιδωμένους όμως μέσα από τη βυζαντινή ζωγραφική. Συγκεκριμένα, η φωτοσκίαση δε γίνεται με παράθεση τονικών διαφοροποιήσεων (φωτεινό-σκούρο), όπως συμβαίνει στη Δύση, αλλά με υπέρθεση ξεχωριστών χρωματικών μονάδων από το σκούρο προς το φωτεινό, όπως γίνεται στο Βυζάντιο και στα Φαγιούμ. Η αλλαγή αυτή συνδέεται με την παιδική του επιθυμία να δαμάσει τη δύσκολη τέχνη της Αναγέννησης και να φτιάξει έργα αχειροποίητα, και βρίσκει ευκαιρία πραγμάτωσης σε μια περίοδο κάμψης του μοντερνισμού, οπότε και στο Παρίσι τού δίνεται η ευκαιρία να εξασκηθεί στο αναγεννησιακό σχέδιο. Έτσι, η χρωματική και δισδιάστατη φιγούρα της πρώτης περιόδου γίνεται τονική και τρισδιάστατη, και ο «σχηματικός» τύπος του Νεοέλληνα με τις εκφραστικές παραμορφώσεις γίνεται ο «συγκεκριμένος» Γάλλος μικροαστός, εφόσον η αναπαράσταση γίνεται λεπτομερής και φωτογραφική. Η σε μεγάλη ηλικία εγκατάλειψη του δημοφιλούς του στυλ, για να γυμναστεί σε ένα ύφος παρωχημένο και εκτός μόδας, έδωσε στους ζωγράφους το ουσιαστικότερο μάθημα ελευθερίας και σεβασμού του ανθρώπου προς τις τάσεις του. Ο σεβασμός αυτός αποκρυσταλλώνεται το 1974 στο κείμενο του «Ας επιστρέψουμε στην αρχαιότητα και θα είναι μία πρόοδος», το οποίο, σε συμφωνία με το νέο του στυλ, προοιωνιζόταν κάποιες αρχές της μεταμοντέρνας κριτικής στάσης. Η θεματογραφία των έργων του συνεχίζει να τιμά την αντρική εξιδανικευμένη παρουσία, μέσα από τις αλληγορίες των Εποχών, Μηνών, Ερώτων, Πνευμάτων με φτερά πεταλούδας, τον Άγιο Σεβαστιανό, το θεό Διόνυσο ως όραμα στις Βάκχες του Ευριπίδη, τον Ενδυμίωνακοιμισμένο, ναύτες και στρατιώτες χορευτές του τσάμικου και του ζεϊμπέκικου, το Θεόφιλο μεταμφιεσμένο σε Μέγα Αλέξανδρο, αλλά και απλούς νέους όμορφους χίπηδες με μακριά μαλλιά και «τόσο όμοιους με τους νέους της Αναγέννησης», όπως εξομολογείται ο ίδιος. Το 1975 τα έργα με τους χορευτές του ζεϊμπέκικου διαφοροποιούνται και αναπαριστούν γυμνούς νέους που φέρουν φωτοστέφανο, και είναι ζωγραφισμένοι με μια θιβετιανή χρωματική κλίμακα και ένα αδρό πλάσιμο που θυμίζει την πρώτη του περίοδο. Παράλληλα με τη ζωγραφική, καλλιέργησε με πολλή επιτυχία και την αγάπη του για το θέατρο. Επιλεκτικά αναφέρονται τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ερωφίλης, που ανέβασε το 1934 σε συνεργασία με τον Κ. Κουν, όπου εμφάνισε για πρώτη φορά στο θέατρο λαϊκά στοιχεία. Μαζί με τους Κ. Κουν και Δ. Δεβάρη, υπήρξαν από τους συνιδρυτές της Λαϊκής Σκηνής. Οι Όρνιθες, για τους οποίους έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια, με μουσική Μ. Χατζιδάκι και χορογραφία Δ. Στράτου, υπήρξαν μία από τις επιτυχέστερες θεατρικές παραστάσεις έργου του Αριστοφάνη. Όσο για τις Τρωάδες, που επιπλέον σκηνοθέτησε ο ίδιος και ανέβασε στο πάρκινγκ της οδού Καπλανών (1977), υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προτάσεις ανεβάσματος αρχαίας τραγωδίας, ενώ η όπερα Μήδεια με τη Μ. Κάλλας, σε σκηνοθεσία Α. Μινωτή και κοστούμια F. Zeffirelli, τον οδήγησε σε διεθνείς επιτυχίες στο Ντάλλας (1958), το Λονδίνο (1959), την Επίδαυρο (1961) και το Μιλάνο (1962).

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις (κατάστημα Αλεξόπουλου, 1938 «Ρόμβος», 1947 «Art du Faubourg», Παρίσι, 1951 «Redfern Gallery», Λονδίνο, 1951 Βρετανικό Συμβούλιο, 1952 -αναδρομική- «Πέην», 1953 Μπιενάλε Βενετίας -με τους Γ. Μόραλη και Α. Σώχο-, 1958 «Ζουμπουλάκη», 1961, 1972, 1982 Κατοικία Teriade, Saint-Jean-Cap-Ferrat, Γαλλία, 1962 παλαιοπωλείο Μεζίκη, 1965 «Μέρλιν», 1966 «Άστορ», 1966 «Gabbiano», Ρώμη, 1974,1989 «Forni», Μπολόνια, 1975 Βιβλιοπωλείο «Gazette», 1976 «Ζυγός», 1978 «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών», 1980 Αρχαιολογικό Μουσείο, θεσσαλονίκη, 1981 -αναδρομική- Ισπανική Πρεσβεία, 1981 Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1982 «Υάκινθος», 1984 «Βουρκαριανή», Κέα, 1986 Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 1987 μεταθανάτιες: «Ζουμπουλάκη», 1990 Γαλλικό Ινστιτούτο, 1990 Γαλλικό Ινστιτούτο, Πειραιάς, 1993 «Claude Bernard», Παρίσι, 1997 κ.α.) και πήρε μέρος σε ομαδικές («Άσυλον Τέχνης», 1928, 1929 Πανελλήνιες 1939, 1948,1987- «Αρμός», 1949,1953,1954 Θεσσαλονίκη, 1950 «Redfern Gallery», Λονδίνο, 1951 Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, 1955 Μπιενάλε Βενετίας, 1958 The Solomon R. Guggenheim Museum, Ν. Υόρκη, 1958 Musee d’ Art Moderne, Παρίσι, 1958 «bias», Ν. Υόρκη, 1962 «Claude Bernard», Παρίσι, 1966, 1985 «Wildenstein», Λονδίνο, 1975 FIAC, Παρίσι, 1980 Ευρωπάλια, Βρυξέλλες, 1982 Μνήμες-Αναπλάσεις-Αναζητήσεις, ΕΠΜΑΣ, 1985 «Gabbiano», Ρώμη, 1989 μεταθανάτιες: Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου, ΕΠΜΑΣ, 1992 Ζωγραφική για το θέατρο, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998 κ.α.).

Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Π.Δ. Ρόδου, στις Συλλ. Λεβέντη, ΜΙΕΤ, στην Εθνική Τράπεζα, στην Τράπεζα της Ελλάδος κ.α. Δημοσίευσε άρθρα και μελέτες, τα περισσότερα των οποίων ανθολογούνται στα βιβλία του (Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Αθήνα 1986 Ως στρουθίον μονόζον επί δώματος, Αθήνα 1987 Τα γνωμικό του Τσαρούχη, Αθήνα 1987 Εγώ ειμί πτωχός και πένης, Αθήνα 1988 Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, Αθήνα 1989 κ.ά.), καθώς και μεταφράσεις (Α. Vollard, Ο ζωγράφος Ρενουάρ, Αθήνα 1943 Ευριπίδης, Τρωάδες, Αθήνα 1978 Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, Αθήνα 1983 Ευριπίδης, Ορέστης, Αθήνα 1989). Το 1981 ιδρύθηκε από τον ίδιο, στο Μαρούσι, στο σπίτι που έζησε, το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη. Ήταν μέλος του ΕΕΤΕ και της ομάδας «Αρμός».

Artist’s Work

Enquire – 3432 Drawing in paper


Enquire – 400 Painted mirror