KAPOPOULOS FINE ART
Follow us

Search

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΚΑΡΑΒΟΥΖΗΣ
  -    -  ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΚΑΡΑΒΟΥΖΗΣ

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΚΑΡΑΒΟΥΖΗΣ

καλλιτέχνης

Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1959-1963) με δάσκαλο το Γ. Μόραλη, μελετώντας παράλληλα την τεχνική της τοιχογραφίας. Το 1964, χάρη σε υπότροπα που επιβράβευσε σκηνικά του για το Λαϊκό Μπαλέτο του ΚΘΒΕ, του δίνεται η ευκαιρία να περιοδεύσει στην Ελλάδα και να μελετήσει την ελληνική τέχνη. Το 1966 διδάσκει σχέδιο στα ΚΤΕ στην Αθήνα. Το 1967 φεύγει για το Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, μαθητεύει στην Ecole des Beaux-Arts (ατελιέ Tondu), ασχολείται με τη χαρακτική, παρακολουθεί θεωρητικά μαθήματα στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και στη Σχολή του Λούβρου.

Η πρώτη περίοδος της δουλειάς του (αντικείμενα και νεκρές φύσεις κυρίως) παρουσιάζει εκλεκτικές συγγένειες με τον πυκνό, παγωμένο αισθητισμό του G. Morandi: επιμελημένη, λιτή δόμηση γήινα χρώματα σπασμένοι, ευαίσθητοι τόνοι ‘φωτισμός εσωτερικός’ χώροι χωρίς σαφή όρια και προοπτική προσωπική, μεταφυσική ατμόσφαιρα κλασική αναπαραστατικότητα.

Μια δεύτερη κατηγορία έργων αρχίζει την ίδια περίπου περίοδο και φτάνουν ως το 1980 – αλλά συνεχίζονται κι αργότερα. Ένα πλαστικό λεξιλόγιο σχηματίζεται, ένα είδος εκφραστικού κώδικα που δε θα πάψει να λειτουργεί μέχρι σήμερα, με αισθητές ασφαλώς παραλλαγές. Πρόκειται για συνθέσεις σε εσωτερικό χώρο, «σκηνογραφίες» μιας απλουστευμένης, ασκητικής πραγματικότητας, με αινιγματικά αντικείμενα, πόρτες που ορθώνονται ή ανοίγουν στο κενό, αρχαία αγάλματα, «αδειανά» ρούχα, νυχτερινά τοπία υπό το σεληνόφως.

Η τεχνητή προοπτική αποτελεί ασφαλώς ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης του. Αντί να δημιουργεί την ψευδαίσθηση του πραγματικού και να επιτρέπει την κατανόηση του φυσικού κόσμου, εγκαθιστά -μέσω της απουσίας, κάποτε, του υπερβολικού τονισμού ή της διαστροφής της- την αμφιβολία και αμφιταλάντευση, οι οποίες ανατρέπουν το νόημα της κατά τα άλλα ρεαλιστικής αναπαράστασης, οδηγώντας προς ένα σύμπαν αινιγματικό, εξωπραγματικό, γεμάτο μελαγχολία. Αυτός ο χώρος δεν είναι οικείος ούτε συνήθης, «δεν είναι ο δικός μας». Οι πόρτες, οι τοίχοι, τα αγάλματα, δεν είναι αντικείμενα που γνωρίζουμε: όλα είναι πλαστά. Από στοιχείο εκλογίκευσης της πραγματικότητας, η προοπτική λειτουργεί εδώ -όπως και στον G. de Chirico, τον C. Carra κι άλλους «μεταφυσικούς» αλλά και υπερρεαλιστές- σαν όργανο διατάραξης της φαινομενικής συνοχής του κόσμου και των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα. Η επεξεργασία, εξάλλου, των χρωματικών πεδίων στο σύνολο τους (αποχρώσεις, φώτα, διαστρωμάτωση των πλάνων, απόδοση των όγκων, διευθέτηση των πτυχώσεων) οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση, της δημιουργίας δηλαδή ενός παράδοξου, σιωπηλού, ανύπαρκτου χώρου, χώρου σκιών μεταξύ των σκιών, όπου κυριαρχεί η ίδια αίσθηση μελαγχολίας που είναι επίσης παρούσα σ’ όλους τους «μεταφυσικούς». Η αναγεννησιακή μέθοδος των προβαλλόμενων σκιών εκτρέπεται της κλασικής οδού κατά τρόπον ώστε οι σκιές αυτές παύουν να είναι αποτέλεσμα φυσικής, υλικής παρουσίας στο χώρο και μεταβάλλονται οι ίδιες σε όντα, φαντασματικές ολότητες, σημεία απουσίας του πραγματικού. Υιοθετεί τέτοιες αντιλήψεις και τέτοια ερμητικά σημεία αναπαράστασης, προτείνοντας, συγχρόνως, και άλλα δικής του επινόησης, για να διακριβώσει την προσωπική του αντίληψη για τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και στα πράγματα ανάμεσα στη θεωρία και στην πρακτική ανάμεσα στον αόρατο κόσμο του πνεύματος και στον ορατό υλικό κόσμο’ ανάμεσα στο παρελθόν (στην ιστορία) και στο παρόν.

Αντιλήψεις και σημεία που, τελικά, υπογραμμίζουν την «αδυναμία κυριαρχίας ενός νοήματος». Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο τα αντικείμενα στις νεκρές φύσεις του, όσο και τα άλλα αναπαραστατικά στοιχεία, προέρχονται από έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια ή που τείνει προς εξαφάνιση, και του οποίου έχουμε ήδη χάσει το νόημα: χειροποίητα, κεραμικά βάζα και δοχεία γυάλινα, διαφανή μπουκάλια και ποτήρια χαρτονένια σπιρτόκουτα, κουτιά, μάσκες ξύλινα έπιπλα ή, πάλι, τοπία με αγάλματα και ερείπια μνημείων (συντρίμμια). Σε ανάλογο κλίμα κινούνται τόσο τα σχέδια όσο και οι σειρές χαρακτικών – που κατέχουν μιαν ιδιαίτερη δέση στην εικαστική παραγωγή του. Οι πρώτες ξυλογραφίες χρονολογούνται από το 1969-1970. Στη συνέχεια επιδίδεται κυρίως στη χαλκογραφία (τεχνική της ακουατίντας) καθώς και, μετά το 1978, στη λιθογραφία. Μιαν άλλη πλευρά, τέλος, της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας εκφράζουν τα μικρογλυπτά, τα οποία εξέθεσε πρώτη φορά το 1984.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις («Ώρα», 1971,1976 «Galerie Coard», Παρίσι, 1974,1976,1978,1981,1984,1986,1990,1993,1997 «Ζυγός», 1978 «Drouant», Παρίσι, 1984 «Υάκινθος», 1984 ΠΑ Ρόδου, 1984 Βαφοπούλειο Π.Κ., θεσσαλονίκη, 1990 Π.Δ. Πατρέων, 1994 «Relics», Θεσσαλονίκη, 1994 «Αστρολάβος», Πειραιάς, 1994 Σπίτι της Κύπρου, 1996 Μουσείο Βούρου-Ευταξία (Της Πόλεως των Αθηνών), 1996- Μουσείο Γ. Γουναροπούλου, 1997 Πινακοθήκη Κυκλάδων, Σύρος, 1997 Γαλλικό Ινστιτούτο, Πειραιάς, 1997 κ.α.) και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές (Πανελλήνιες 1965, 1967, 1975 Salon Comparaisons, Παρίσι, 1974-1990 Sa Ion de la Societe Nationale des Beaux-Arts, Παρίσι, 1975-1987 FIAC, Παρίσι, 1977, 1978 Μπιενάλε Σάο Πάουλο, 1979 Μπιενάλε Ευρωπαϊκής Χαρακτικής, Μπάντεν-Μπάντεν, 1981 Τριενάλε Χαρακτικής, Chamaliers, Γαλλία, 1988 Bibliotheque Nationale, Παρίσι, 1990 «Art & Patrimoine», Παρίσι, 1993 «Αέναον», 1994). Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στο Μουσείο Β. και Ε. Γουλανδρή, Άνδρος, στο Musee d’Art Moderne, Παρίσι, στη Bibliotheque Nationale, Παρίσι, στη Συλλ. ΜΙΕΤ, στο ΑΠΘ στην Εθνική Τράπεζα, στο Υπουργείο Παιδεία Θρησκευμάτων κ.α. Του έχει απονεμηθεί το βραβείο Drouant-Cartier (1984).

Είναι μέλος του ΕΕΤΕ και της Societe Nationale des Beaux-Arts.