KAPOPOULOS FINE ART
Follow us

Search

ΜΑΡΙΟΣ ΠΡΑΣΙΝΟΣ

Καλλιτέχνης

Ζωγράφος, χαράκτης, ταπισερί, εικονογράφος, σκηνογράφος, συγγραφέας
Κωνσταντινούπολη, 1916 – Eygalieres Ν. Γαλλίας, 1985

Το 1922 ο πατέρας του Λ. Πράσινος εγκαταλείπει τη γενέθλια γη, εξαιτίας των τουρκικών διώξεων, και εγκαθίσταται μαζί με την οικογένεια του στο Παρίσι. Η βίαιη απόσχιση από τα οικεία εδάφη και η αλλαγή των συνθηκών ζωής θα σημαδέψουν έντονα τον ψυχισμό του. Σχολικές σπουδές στο Punteaux, μετά στη Nanterre, προάστιο του Παρισιού -όπου θα κατοικήσει μέχρι το 1936-, αργότερα στο λύκειο Condorcet (1927). Το 1932 εγγράφεται στην Ecole des Langues Orientales. Συχνάζει ταυτόχρονα, για μικρό διάστημα, στο ατελιέ του C. Serveau: από τότε χρονολογούνται τα πρώτα υπερρεαλιστικά έργα του (L’ Eglise, 1932-1934). Με το κίνημα του σουρεαλισμού ήταν ήδη από χρόνια εξοικειωμένος, καθώς και με την όλη πορεία των πρωτοποριακών κινημάτων (τόσο στην τέχνη όσο και στη λογοτεχνία), χάρη στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, ανθρώπου εξαιρετικής μόρφωσης και αξίας. Το 1934 φοιτά στη Faculte des Lettres, στο Παρίσι, ενώ η αδελφή του, Gizele, γράφει τα πρώτα της ποιήματα (ο Μάριος θα την παρουσιάσει στο σπίτι του Man Ray στους Α. Breton, P. Eluard, R. Char, B. Peret, Μ. Ernst, S. Dali, H. Arp και Μ. Duchamp από τη συνάντηση αυτή χρονολογείται η φωτογραφία του Man Ray που τον εμφανίζει μαζί με την ομάδα των σουρεαλιστών κατά την ανάγνωση, από τη Gisele, των ποιημάτων της). Συναντά στην Γκαλερί «Pierre Loeb» και στο Cafe de la Place Blanche τους J. Miro, V. Brauner, A. Giacometti. Οι επαφές με ποιητές και καλλιτέχνες, τους οποίους θαύμαζε, θα παίξουν μεγάλο ρόλο στη ζωή και στο έργο του. Συνδέεται, επίσης, με ανθρώπους του θεάτρου και κάνει σχέδια και εξώφυλλα για τις εκδόσεις G. L Μ. (Guy Levis-Malo), που δημοσίευσαν το πρώτο βιβλίο της Gisele. Συναντά, το 1935, το Γάλλο ποιητή Μ. Jacob – στενό φίλο του P. Picasso, του G. Apollinaire και των σουρεαλιστικών κύκλων. Το 1936 εκδίδει, πάντα στου G. L Μ., ένα μικρό λεύκωμα με χαρακτικά, με τον τίτλο Calamite des Origines. Μετά το θάνατο του πατέρα του εκτελεί τη θαυμάσια υπερρεαλιστική αυτοπροσωπογραφία, από τα πιο αξιόλογα έργα ίσως της συνολικής καλλιτεχνικής παραγωγής του, όπου διακρίνονται τα κύρια συστατικά της τέχνης του: η παρουσία μιας πληγωμένης, τραγικής μνήμης η αποκάλυψη των πιο μύχιων και απερίγραπτων επιθυμιών, των σκοτεινότερων παρορμήσεων η ανάδυση τέλος των βαθύτερων μυστικών της ανθρώπινης ύπαρξης και της φύσης μέσα από τις αδιάκοπες μεταμορφώσεις τους. Ένα πρόσωπο, ένα σώμα, μια κίνηση δέντρα, λόφοι ή γάτες πολεμιστές, ανεμοδείκτες νοητικά τοπία, όλα, ενός εκφραστικού πάθους που αφήνουν να διαφαίνεται η απουσία συνόρων ανάμεσα στην ενόραση και στη γνώση, στο φανταστικό και στο «φυσικά» ορατό. Την ίδια εποχή συναντά τον Balthus που εκθέτει επίσης στην Γκαλερί «Pierre», όπως και ο V. Brauner, του οποίου μερικά έργα συγγενεύουν αρκετά, ως προς το πνεύμα, με ορισμένους πίνακες ή σχέδια του.

Το 1938 πεθαίνει ο «παππούς» Pretextat-Leconte, που ο Μάριος θα χρησιμοποιήσει επανειλημμένα για «μοντέλο» 30 χρόνια αργότερα: πορτρέτο- αναζήτηση ενός φαντάσματος, ενός πατέρα, κάποιων έντονων και σκοτεινών τάσεων (τα μάτια και η μακριά μύτη είναι η αντίστροφη παράσταση του φαλλού ανάμεσα στους όρχεις), όνειροεφιάλτης που κινείται στο άπειρο. Παντρεύεται τη Yolande Borelly. To 1938 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί του Pierre Vorms που τον είχε ανακαλύψει στο Salon des Surindependants, και ο R. Char προλογίζει τον κατάλογο. Το 1939 συναντά τον G. Caputo ο οποίος θ’ ασχοληθεί αργότερα με τη διακίνηση των έργων του. Κάνει σχέδια εμπνευσμένα από την Ε. Piaf και από ταινίες συνοικιακών κινηματογράφων. Το 1939-1940 κατατάσσεται εθελοντής στο γαλλικό στρατό, πληγώνεται και παρασημοφορείται. Το 1941 εγκαθίσταται στο Παρίσι. Το 1942 τον επισκέπτεται ο R. Queneau, και μια θερμή φιλία αναπτύσσεται έκτοτε μεταξύ τους. Αρχίζει συνεργασία με τις εκδόσεις N.R.F. (Gallimard). Ζωγραφίζει, εικονογραφεί, συγγράφει. Το 1943-1944 συναντά τον Α. Camus και τον J. P. Sartre, του οποίου θα εικονογραφήσει το Le Mur με δύο έγχρωμα χαρακτικά. Δύο μέρες πριν την απόβαση του Ιουνίου 1944 εκθέτει έργα του στις αίθουσες της N.R.F. Συναντά τους Μ. Duhamel, P. Seghers, J. Genet, J. Paulhan. To 1946, σε συνεργασία με το R. Queneau, εκδίδει το L’instant fatal, διακοσμημένο με χαρακτικά του’ την επόμενη χρονιά εκτελεί τα κοστούμια για το έργο του P. Claudel Tobie et Sara που ανεβάζει ο J. Vilar στο Φεστιβάλ της Avignon. To 1949 του δίνεται η γαλλική υπηκοότητα. Το 1951 εκτελεί τις πρώτες ταπισερί, που θα εκτεθούν στα σαλόνια της N.R.F. Συναντά το ζωγράφο J. Lurcat. Αγοράζει σπίτι στις Eygalieres, στη νότια Γαλλία (Alpilles), που θα ζήσει μέχρι το θάνατο του. Εκεί θ’ αρχίσει ζωγραφίζει «τοπία εκ του φυσικού», που θα συνεχιστούν μέχρι το 1977-1978 περίπου, στα οποία πειραματίζεται με ένα είδος αυτόματης γραφής: γραμμές, μικρές και μεγάλες κηλίδες ή τελείες, σταξίματα μελάνης, που παλεύουν κυριολεκτικά με χάρτινο υπόστρωμα για να δώσουν ζωή στο οπτικό χάος των εικόνων και εντυπώσεων, μορφή στη συγκίνηση. «Η φύση δεν είναι γραμμένη. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε αποτελείται από την αισθητού κοντινού, του μακρινού, του σκληρού, του μαλακού, του ξερού, του βρεγμένου, του ζεστού, του κρύου, του κινούμενου ή του ακίνητου – φως και σκιά, καθησυχασμός και τρόμος, θα ήταν τολμηρό να ισχυριστούμε πως θα κλείσουμε όλα αυτά σε μια εικόνα. Το μόνο που γράφεται και αναγνωρίζεται είναι το περίγραμμα των πραγμάτων και η μίμηση του όγκου τους – προσδιορισμοί ανεπαρκείς. Η γραμμή δεν είναι παρά ένα ιδανικό όριο ανάμεσα στο αντικείμενο και στο περιβάλλον του. Δεν υπάρχει παρά στο πλαίσιο του δικού μας συστήματος αναπαράστασης: καμιά γραμμή δε χωρίζει το λόφο από τον ουρανό», γράφει στο κείμενο Προϊστορία του κατάλογου αναδρομικής του έκθεσης στο Aix-en-Provence του 1983. Και λίγο πιο κάτω: «Γι’ αυτό αντικατέστησα την προβολή του όγκου και του περιγράμματος με τη συσσώρευση σημείων και την πολλαπλή επικάλυψη τους. Την έκανα να μιλήσει αυτή την τυφλή, την κουφή, τη βουβή (…) [δηλ. τη φύση]. Καθεμία από τις σχισμές της, καθένας από τους θάμνους της που μεγάλωναν χρόνο με χρόνο, κάθε ρήγμα που βάθαινε ανεπαίσθητα, έγιναν όλα σημεία και σταξίματα, χαρτί και μελάνι, κι ο λόφος έγινε ένα τεράστιο σχέδιο φτιαγμένο από μένα. Δικό μου». Το κείμενο αυτό αποτελεί από μόνο του μέρος της καλλιτεχνικής του διαθήκης. Το είδος των αφηρημένων ιδεογραμμάτων ή της εικαστικής καλλιγραφίας που χρησιμοποιεί συντελεί στην αποκάλυψη της εικόνας, στη γένεση – μ’ άλλα λόγια – του έργου.

Το 1953, κοσμεί με ξυλογραφίες και χαλκογραφίες το Βιβλίο The Raven του Ε. Α. Poe. To 1954 κάνει τα σκηνικά και κοστούμια για τον Μάκβεθ που ανεβάζει ο J. Vilar στην Avignon και στο Theatre National Populaire (T.N.P.) του Παρισιού. To 1955, παρουσιάζει τα έργα του σε ατομική έκθεση στην «Galerie de France», όπου θα εκθέσει έκτοτε πολλές φορές, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις έρευνες του πάνω στο τοπίο. Το 1958 ταξιδεύει στην Ελλάδα, στις Σπέτσες, με τον Α. Camus και τους Μ. και J. Gallimard. Εκτελεί, τότε, ένα μεγάλο αριθμό σχεδίων, αναπτύσσοντας ακόμα πιο πολύ την τεχνική των ασπρόμαυρων κηλίδων. Εκθέτει στο Μιλάνο, στην Γκαλερί «Blu». Ανάμεσα στο 1959 και 1960 πραγματοποιεί τα Bouquets, που προαναγγέλλουν τους μετέπειτα πειραματισμούς του. Αναγορεύεται Ιππότης των Τεχνών και των Γραμμάτων. Κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον Ερρίκο to XIV τou Α. Strindberg, που παρουσιάζεται στην Avignon και στο Theatre National Populaire του Παρισιού. Ο Μ. P. Fouchet του αφιερώνει μια τηλεοπτική ταινία, ενώ ο J. L Ferrier δημοσιεύει στο Temps Modernes μια σημαντική μελέτη για το έργο του. Ένας μεγάλος αριθμός πινάκων με τοπία και δέντρα (μεταξύ αυτών το γνωστό Meltem, εμπνευσμένο από τις Σπέτσες) είναι αυτής της περιόδου. Μεταξύ 1962 και 1964 ζωγραφίζει μια σειρά έργων με το Portrait de Bessie Smith – θέμα που θα τον προβληματίζει πάνω από 20 χρόνια. Γράφει: «Οι καμπύλες των γραμμών εκφράζουν ένα συναίσθημα, όπως η γραφή. Η ζωγραφική είναι η γραφή μου. Γράφω όταν ζωγραφίζω. (…)». Γράφει επίσης ένα κείμενο για τα πορτρέτα της Bessie που 8α εξελιχθεί αργότερα σε βιβλίο γενικότερου ενδιαφέροντος. Εξηγεί, εκεί, τη διεργασία που ακολουθούν οι εμπνεύσεις και επεμβάσεις του. Ένα πορτρέτο, π.χ., βασίζεται ο’ ό,τι «ξέρει» ο δημιουργός για το μοντέλο του – εδώ την Bessie Smith: συνονθύλευμα πραγματικών κι υποτιθέμενων περιστατικών της ζωής της, σωματικές ή ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, φωτογραφίες, πολυειδή στερεότυπα αμερικανικού στυλ, παραστάσεις, χοροί, συναυλίες, δίσκοι -αυτή η εκπληκτική φωνή, μαυρόασπρα κινηματογραφικά έργα του Mack Sennett, ένα πλήθος παλιών και σύγχρονων ερειπίων και ψευδών αναμνήσεων που μέσα τους εγκαθίσταται ο καλλιτέχνης και καμώνεται πως τα ζει πριν προχωρήσει στην εκτέλεση κάθε πίνακα: «προσποιούμαι, είναι ένα από τα μέσα που διαθέτουμε, και η τέχνη είναι προσποίηση όπως και παιχνίδι -κάποτε σκληρό, λένε. Ένα ξεγύμνωμα, μια θανατική εκτέλεση», όπως θα αναφέρει ο ίδιος αργότερα (Les Pretextats, 1973). «Μετρημένο και συνάμα παροξυστικό», είχε αποκαλέσει τον ίδιο και το έργο του ο R. Queneau, υπογραμμίζοντας τη σημασία της «προσωπικής του γραφής», αυτών των «σημείων» που μας «μαθαίνουν να κοιτάμε τον κόσμο μ’ ένα καινούριο μάτι».

Την ίδια περίοδο εκθέτει πίνακες και ταπισερί σε πολλά γαλλικά και ευρωπαϊκά μουσεία. Τότε αρχίζει και η σειρά πορτρέτων του παππού Pretextat, με την τεχνική της συστηματικής προβολής χρωματικών κηλίδων (pointillisme par projection) και της ενορχήστρωσης τους στο χώρο του πίνακα. Αναγορεύεται Ιππότης της Λεγεώνος της Τιμής. Σχεδιάζει τα σκηνικά και κοστούμια για το μπαλέτο Eonta του Ι. Ξενάκη (1969). Ένα καινούριο θέμα (Les Paysages Turcs), που συνεχίζει τα τοπία του 1960, προστίθεται, ενώ συνεχίζεται η περιπέτεια των Pretextats, καθώς και των Peretextats, δηλ. προσωπογραφιών του Πατέρα σε παρομοίωση με την Αγία Σινδόνη του Τορίνου. Το 1973 εκδίδεται το βιβλίο του Les Pretextats, στις εκδόσεις Gallimard. Συνεχίζονται στο μεταξύ τα Paysages Turcs γίνονται δάση και πάρκα. Θα εκτεθούν πρώτη φορά το 1976 στην «Galerie de France». Την ίδια χρονιά, θα μείνει για μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα, όπου θα αρχίσει τη σύνθεση του Λόφου με τα Τατουάζ [La Colline Tatouee). To 1980 εκθέτει στο Grand Palais, στο Παρίσι, τα Paysages Turcs και τις Σινδόνες (Suaires). To 1983 τού αφιερώνεται πλήρης αναδρομική έκθεση (ζωγραφική, σχέδια, γλυπτά, χαρακτικά) στην Aix-en-Provence, ενώ δημοσιεύεται το La Colline Tatouee. To 1984 οργανώνονται πολλές αναδρομικές εκθέσεις του: στο Musee de la Tapisserie στην Aubusson και στην Ecole Nationale des Arts Decoratifs στο Παρίσι, καθώς και στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, Ρόδο, Θεσσαλονίκη. Πλησιάζει το τέλος της πορείας του. Τα τελευταία σημαντικά έργα του είναι έντεκα μεγάλοι πίνακες: Οι ζωγραφιές του Μαρτυρίου (Peintures du Supplice), λάδι πάνω σε χαρτί, κολλημένο σε μουσαμά, που έγιναν για την εκκλησία Notre Dame de Pitie στο Saint-Remy de Provence.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις («Billiet-Vorms», Παρίσι, 1938 «La Pleiade N.R.F.», Παρίσι, 1944 «Librairie d’Amour des Arts», Παρίσι, 1945 «Billiet-Caputo», Παρίσι, 1947,1948 «La Hune», Παρίσι, 1949, 1953, I960 «Perspectives Gallery», Ν. Υόρκη, 1950 Kunsthandel Santee Landweer, N. V., Άμστερνταμ, 1951 «Apollo», Βρυξέλλες, 1952 Karl Ernst Osthaus Museum, Χάγη, 1953 Editions Gallimard, Παρίσι, 1953 «Lattes», Τορίνο, 1953 «Galerie de France», Παρίσι, 1953, 1955, 1957, 1960, 1964, 1966, 1972, 1976 «La Demeure», Παρίσι, 1956, 1961, 1963, 1964, 1966, 1968, 1971, 1974 «Blu», Μιλάνο, 1958 Wuppertal Kunst und Museumsverein, Βούπερταλ, I960 Breme Museum, Βρέμη, I960 Stadtisches Museum, Gelsenkirchen, 1961 «Haaken», Όσλο, 1961 Musee Picasso, Avτίμπ, 1961 «Orangerie Verlag», Κολωνία, 1963 Kunsthalle, Βασιλεία, 1963 «Collette-Ryter», Ζυρίχη, 1964, 1967, 1971, 1973 Akademie der Bildenden Kunste, Μόναχο, 1965 Nouveau Musee des Beaux-Arts, Χάβρη, 1965 «Μέρλιν», 1966 Musee Cantini, Μασσαλία, 1968 «Art’s Club», Σικάγο, 1969 Musee Reattu, Aries, 1970 «Ateneo», Μαδρίτη, 1972 «Le Chaux-de-Cossonay», Ελβετία, 1972 «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών», 1973, 1978 «II Segnapasso», Pesaro, 1974 «Noella», Saint-Remy-de-Provence, 1974 «Candela», Κάννες, 1976 «Influx», Μασσαλία, 1976 «Le balcon des Arts», Παρίσι, 1977 Γαλλικό Ινστιτούτο, 1979,1984 «Protee», Toulouse, 1980 Grand Palais, Παρίσι, 1980 «Presence Contemporaine», Cloitre Saint-Louis, Aix-en-Provence, 1983 -αναδρομική- «Μέδουσα», 1984 κ.α. μεταθανάτιες: Donation Mario Prassinos, Saint-Remy-de-Provence, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990 Salon de la Malmaison, Κάννες, 1987 Grand Palais, Παρίσι, 1988 Musee d’ lxelles, Βρυξέλλες, 1988 – αναδρομική – «Inard», Παρίσι, 1989 – αναδρομική – «Titanium», 1991 «Pavilion des Arts», Παρίσι, 1991 «Thessa Herold», Παρίσι, 1994,1995) και πήρε μέρος σε ομαδικές.

Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Π.Δ. Ρόδου, στη Συλλ. ΜΙΕΤ, στα Musee National d’Art Moderne, Παρίσι, Musee d’Art Moderne de la Ville de Paris, Fond National d’Art Contemporain, Παρίσι, Musee Picasso, Αντίμπ, Musee Cantini, Μασσαλία, Graphische Sammlung Albertina, Βιέννη, Victoria and Albert Museum, Λονδίνο, Musee Cantonal des Beaux-Arts, Λοζάννη, Museun of Modern Art, N. Υόρκη, Guggenheim Museum, Ν. Υόρκη, Cabinet des Estampes, Βρυξέλλες, Wuppertal Kunst und Museumsverein, Βούπερταλ κ.α.). Δημοσίευσε τα κείμενα: Tentative de portrait de Bessie Smith (Παρίσι 1964) Les Pretextats (Παρίσι 1966) Petite traite de tapisserie (Παρίσι 1967) Les Pretextats (Παρίσι 1973) Invention de la Photographie (Παρίσι 1980) La Colline Tatouee (Παρίσι 1983) κ.ά.

Artist’s Work

17504

Enquire – 3432 Drawing in paper


Enquire – 400 Painted mirror